ψευδορκώ

ψευδορκώ
ψευδορκῶ, -έω, ΝΜΑ [ψεύδορκος]
κάνω ψευδορκία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψευδορκώ — ψευδόρκησα, δίνω ψευδή όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αληθορκώ — ἀληθορκῶ ( έω) (Α) ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ορκῶ ( έω) (< ὅρκος) αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ ( έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ ( έω) < ψεύδορκος] …   Dictionary of Greek

  • ψευδωμοτώ — έω, Α [ψευδώμοτος] ψευδορκώ …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”